3.1.12







Στα χωριά της Καρδίτσας πίστευαν ότι τα καλικαντζάρια κατοικούσαν στον κάτω κόσμο και όλο το χρόνο τρώγανε το στύλο της Γης για να τη ρίξουν, όμως με τη γέννηση του Χριστού δεν τελείωναν το έργο τους, ανέβαιναν για να βγάλουν το άχτι τους. Για να αντιμετωπίσουν οι οικογένειες την παρουσία των καλικάντζαρων και να εμποδίσουν την είσοδό τους στις κατοικίες, συγκεντρώνονταν στα σπίτια, κλειδαμπάρωναν τις πόρτες και τα παράθυρα, έβαζαν μπόλικα ξύλα στα τζάκια, δυνάμωναν πιο πολύ τη φωτιά. Για τον ίδιο σκοπό, σε πολλά μέρη της Βόρειας Ελλάδας άναβαν μεγάλες φωτιές στο κέντρο των χωριών και στους «μαχαλάδες» και χτυπούσαν κουδούνια.
Στο Ξυνό Νερό της Φλώρινας, άναβαν μεγάλες φωτιές στο μεσοχώρι όλες τις νύχτες και τα κάρβουνα που έμεναν από τη φωτιά τα έπαιρναν στο σπίτι μαζί τους «για το καλό».
Στην Πανάρετη του Βοΐου, καθώς και στ’ άλλα γύρω χωριά, το κουδουνοχτύπημα άρχιζε από τον Άϊ Σπυρίδωνα και κρατούσε έως την Πρωτοχρονιά. Οι κοινές φωτιές και τα κουδουνίσματα δεν έφταναν για να απομακρύνουν το κακό. Γι’ αυτό σε πάρα πολλές περιοχές οι γριές έβαζαν λίγο θυμίαμα, γύριζαν από δωμάτιο σε δωμάτιο και θυμιάτιζαν όλες τις γωνίες του σπιτιού. Ύστερα πήγαιναν στους στάβλους και θυμιάτιζαν ένα - ένα τα ζώα του σπιτιού και όλα τα πράγματα. Επειδή όμως ο κίνδυνος να μπουν από την πόρτα ήταν πολύ μεγάλος, ζωγράφιζαν ένα σταυρό με αλάτι και κατράνη στο πάνω μέρος της πόρτας και τότε ησύχαζαν. Οι καλικαντζαραίοι όμως μπορούσαν να κατέβουν και από το τζάκι, οπότε θυμιάτιζαν το τζάκι και επίσης τοποθετούσαν ένα πέταλο αλόγου για ξόρκι. Μάζευαν και έριχναν κουρέλια, κόκαλα και χαλασμένα παλιοτσάρουχα στη φωτιά και η βαριά και άσχημη μυρουδιά τους γέμιζε όλο το μπουχαρί και δεν άφηνε τους «κουτσαντέρηδες» να πλησιάσουν.
Στη Μυτιλήνη κρεμούσαν εκτός των άλλων από την πόρτα ένα κομμάτι από παλιό ψαράδικο δίχτυ, που με τους πολλούς κόμπους και σταυρούς που είχε, έδιωχνε τους καλικάντζαρους. Άλλοι, κρεμούσαν ένα σκόρδο, ένα αγριοκρόμμυδο και ένα πέταλο στο μέσα μέρος του τζακιού, για να μη μπορούν να κατέβουν από το μπαχάρι. Στα χωριά του Ρεθύμνου έκαναν και εκεί ένα σταυρό στο πάνω μέρος της πόρτας και έριχναν στάχτη στο πάτωμα.
Στα χωριά των Σερρών μάζευαν τη στάχτη της παραμονής και την έριχναν γύρω από το σπίτι. Στις περιοχές γύρω από την Άρτα καίγανε «σκρούμπο» και θυμίαμα στο τζάκι, κι όταν τα Φώτα φεύγανε τα «παγανά», μάζευαν όλη τη στάχτη του Δωδεκαημέρου και την παράχωναν σ’ ένα χωράφι. Στα χωριά του Μετσόβου καίγανε και εκεί παλιοτσούραχα, ρέντζελμα και θυμίαμα. Στο Μοναστηράκι του Ξηρόμερου, καθώς και στ’ άλλα χωριά της περιοχής, βάζανε «σπιρδούκλια» και «μπότσκες» στα κεραμίδια των σπιτιών, «για να μην μπορούν τα παγανά, να μπουν στα σπίτια και μαγαρίσ’ν το γορνίσιο το κρέας».
Στη Βερδικούσια της Ελασσόνας καίγανε παλιοτσόρχα, γουρνοκόκαλα, τουρκοκκόκαλα και θυμίαμα, για να μη κατεβούν τα «καρκαντζάλια» από το μπουχαρί.
Όλα τελείωναν ξαφνικά, όπως ξαφνικά είχαν εμφανιστεί, με τον αγιασμό των νερών την ημέρα των Φώτων. Όσα από αυτά τα πλάσματα είχαν ξεμείνει στον κόσμο των ανθρώπων, εξαφανίζονταν με μιας με την αγιαστούρα της εκκλησίας.




«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»


Από τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με υπαίθριες φωτιές.

  •  «Το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων» του Κώστα Καραπατάκη .
  • Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου